ποινικό μητρώο

ποινικό μητρώο
Θεσμός του ποινικού δικαίου, ο οποίος διέπεται από τα άρθρα 573-580 ΚΠΔ και από μια σειρά οργανωτικών νόμων. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι ποινικές καταδίκες κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση της ποινικής συμπεριφοράς του ατόμου, είτε στην περίπτωση της διάπραξης νέου αδικήματος είτε για να διαπιστωθεί η έλλειψη νομίμου κωλύματος προς κατάληψη μιας δημόσιας θέσης, ενός λειτουργήματος κλπ. Στο ποινικό μητρώο καταχωρίζονται οι τελεσίδικες καταδικαστικές αποφάσεις, ακόμα και αν έχουν παραγραφεί, τα μέτρα ασφαλείας και η εισαγωγή σε κατάστημα εργασίας, η υπό όρον απόλυση· δεν αναγράφονται όμως τα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα ανήλικων. Υπάρχει αμφισβήτηση στη νομολογία ως προς την αναγραφή στο ποινικό μητρώο όταν χορηγήθηκε αναστολή της ποινής, ορθότερο όμως είναι να δεχτούμε την αρνητική άποψη. Αντίγραφα του ποινικού μητρώου χορηγούνται μόνο στον εισαγγελέα, στον ανακριτή και στους γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους κατ’ εντολή του υπουργού Δικαιοσύνης και σε κάθε άλλη δημόσια αρχή. Η ανακοίνωση του περιεχομένου του ποινικού μητρώου παρά το νόμο αποτελεί παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος. Ο Π.Κ. ορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες στα χορηγούμενα αποσπάσματα ποινικού μητρώου δεν αναγράφονται οι καταδικαστικές αποφάσεις: αμνηστία, καταδίκη ανήλικου κάτω των 14 ετών, καταδίκη ανήλικου κάτω των 18 ετών σε φυλάκιση μικρότερη των τριών μηνών ή σε χρηματική ποινή, καταδίκη από αλλοδαπό δικαστήριο για πράξη μη τιμωρούμενη στην Ελλάδα, καταδίκη σε φυλάκιση έως 1 ή 5 ετών μετά πάροδο, αντίστοιχα, 5 ή 10 ετών, αποκατάσταση κατάδικου αφού παρέλθει τριετία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μητρώο — το επίσημος κατάλογος με όλα τα στοιχεία προσώπων που ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία: Στρατολογικό μητρώο (περιλαμβάνονται όλοι οι στρατεύσιμοι μιας στρατολογικής περιφέρειας). – Ποινικό μητρώο. – Μητρώο αρρένων κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη …   Dictionary of Greek

  • μητρώος — α, ο (ΑΜ μητρῷος, ῴα, ον) αυτός που ανήκει στη μητέρα ή προέρχεται από τη μητέρα, μητρικός («οἱ πατρῷοι καὶ μητρῷοι θεοί», Ξεν.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το μητρώο κατάλογος που τηρείται από το κράτος, τους δήμους και τις κοινότητες και στον… …   Dictionary of Greek

  • αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής …   Dictionary of Greek

  • δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …   Dictionary of Greek

  • βαρύνομαι — βλ. πίν. 49 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.), βεβαρημένος Σημειώσεις: βαρύνομαι : η μτχ. βεβαρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (βεβαρημένο ποινικό μητρώο → με πολλά αδικήματα). Το η προέρχεται από το βαρώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λευκός, -ή — ό 1. άσπρος: Η νύφη φορούσε ένα λευκό και μακρύ φόρεμα. 2. μτφ., αγνός, καθαρός: Τον απέλυσαν μόλις έμαθαν ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”